- φίλυπνος
- -η, -ο / φίλυπνος, -ον, ΝΜΑ, και φιλόϋπνος Ααυτός που αγαπά πολύ τον ύπνο, υπναράς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὕπνος (πρβλ. ὠμό-ϋπνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλυπνος — loving slecp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυπνον — φίλυπνος loving slecp masc/fem acc sg φίλυπνος loving slecp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλύπνου — φίλυπνος loving slecp masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλυπνοι — φίλυπνος loving slecp masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόϋπνος — ον, Μ βλ. φίλυπνος … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek